- τρόχιση
- η, Ντο τρόχισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τρόχισις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… … Dictionary of Greek